κοίλανσις

κοίλανσις
κοίλ-ανσις, εως, ,
A hollowing, Alex.Aphr.in SE105.10, Paul.Aeg.6.90, Eust.159.35 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοίλανσις — hollowing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίλανσιν — κοίλανσις hollowing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίλανση — η (AM κοίλανσις) [κοιλαίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κοιλαίνω, βαθούλωμα νεοελλ. τεχνολ. μέθοδος κατασκευής κοίλου αντικειμένου από επίπεδο φύλλο μετάλλου ή θερμοπλαστικού υλικού με κατάλληλη κατεργασία …   Dictionary of Greek

  • κοιλάνσεων — κοιλάνσεω̆ν , κοίλανσις hollowing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλάνσεως — κοιλάνσεω̆ς , κοίλανσις hollowing fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”